βαίνω

βαίνω
βαίνω (βαίνει; -ων, -οισα, -ον: impf. ἔβαινον, -ε: aor. 2, intrans. ἔβᾶν, -ᾶ, -ᾰν; βάντες; βᾶμεν: pf. βέβᾶκεν: aor. 1 subj., trans. βάσομεν)
1 come, go
a abs. “πεύθομαι δ' αὐτὰν (= βώλακα) κατακλυσθεῖσαν ἐκ δούρατος ἐναλίαν βᾶμεν σὺν ἅλμᾳ ἑσπέρας ὑγρῷ πελάγει σπομένανP. 4.39

ταχέες ἔβαν P. 4.180

ἀκλεὴς δ' ἔβα fr. 105b. 3.

Μοίσαις γὰρ ἀγλαοθρόνοις ἑκὼν Ὀλιγαιθίδαισίν τ' ἔβαν ἐπίκουρος O. 13.97

Θεανδρίδαισι δ' ἀεξιγυίων ἀέθλων κάρυξ ἑτοῖμος ἔβαν N. 4.74

ἄγγελος ἔβαν, πέμπτον ἐπὶ εἴκοσι τοῦτο γαρύων εὖχος N. 6.57

b followed by subs. with local suffix.

Ἀμύκλαθεν γὰρ ἔβα N. 11.34

ὅσοι Τροίανδ' ἔβαν I. 4.36

ὃς Οὔλυμπόνδ' ἔβα I. 4.55

c c. prep.,
I

ἐπί, ἄλλα δ' ἐπ ἄλλον ἔβαν ἀγαθῶν O. 8.12

καὶ πάγκαρπον ἐπὶ χθόνα καὶ διὰ πόντον βέβακεν ἐργμάτων ἀκτὶς καλῶν ἄσβεστος αἰεί I. 4.41

ἁλὸς ἐπὶ κῦμα βάντες ἦλθον ἄγγελοι Pae. 6.100

II

ἐς, ῥοαὶ δ' ἄλλοτ ἄλλαι ἐς ἄνδρας ἔβαν O. 2.34

ἐς θαλάμου μυχὸν εὐρὺν ἔβαν N. 1.42

ἐς δίφρον Μοισᾶν ἔβαινον κλυτᾷ φόρμιγγι συναντόμενοι I. 2.2

III

πρός, οἶοι Λιβύσσας ἀμφὶ γυναικὸς ἔβαν Ἴρασα πρὸς πόλιν P. 9.105

IV σχεδόν, τὶν γὰρ εὔφρων ἕψεται πρώτα θυγάτηρ ὁδοῦ δάφνας εὐπετάλου σχεδὸν βαίνοισα πεδίλοις v. σχεδόν Παρθ. 2. 70.
d c. acc. cogn. Αἰολεὺς ἔβαινε Δωρίαν κέλευθον ὕμνων *fr. 191*
e part., going, walking ἀσθενεῖ μὲν χρωτὶ βαίνων sc. Philoktetes P. 1.55

κατ' Ὄλυμπον ἄλοχος Ἥβα τελείᾳ παρὰ ματέρι βαίνοισ ἔστι, καλλίστα θεῶν N. 10.18

cf. Παρθ. 2. 70, supra.
f met.

τῶν νῦν δὲ καὶ Θρασύβουλος πατρῴαν μάλιστα πρὸς στάθμαν ἔβα P. 6.45

τὸ τὠργείου φυλάξαι ῥῆμ' ἀλαθείας λτ; -γτ; ἄγχιστα βαῖνον (ὁδῶν supp. Hermann, ἐτᾶς Bergk) I. 2.10
2 aor. 1 trans., made to travel

ὄφρα κελεύθῳ τ' ἐν καθαρᾷ βάσομεν ὄκχον O. 6.24

3 frag. ]βαμεν ἐξ Ὀλύμπου[ Πα. 22b. 6. ἐπὶ λεπτῷ δενδρέῳ (βαίνειν) ubi fort. βαίνειν Pindaro tribuendum fr. 230.
4 in tmesis. ἐπὶ μὰν βαίνει v.

ἐπιβαίνω O. 7.45


Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • βαίνω — walk pres subj act 1st sg βαίνω walk pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαίνω — (μόνο σε στερεότυπες εκφράσεις όπως όλα βαίνουν [πηγαίνουν] καλώς) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • βαίνω — (AM βαίνω) προχωρώ νεοελλ. εξελίσσομαι, φέρομαι («βαίνει προς βελτίωσιν») αρχ. μσν. βαδίζω, περπατώ μσν. 1. περνώ, διαβαίνω 2. προπορεύομαι αρχ. Ι. 1. ανεβαίνω («ἐπὶ νηός ἔβαινεν», «ἐφ ἵππων βάντες», «ἐπί πῶλον βεβῶσα», «βήσασθαι δίφρον») 2.… …   Dictionary of Greek

  • βαῖνον — βαίνω walk pres part act masc voc sg βαίνω walk pres part act neut nom/voc/acc sg βαίνω walk imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) βαίνω walk imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαίνετον — βαίνω walk pres imperat act 2nd dual βαίνω walk pres ind act 3rd dual βαίνω walk pres ind act 2nd dual βαίνω walk imperf ind act 2nd dual (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔβαν — βαίνω walk aor ind act 3rd pl (epic) ἔβᾱν , βαίνω walk aor ind act 3rd pl (doric) βαίνω walk aor ind act 1st sg (epic) ἔβᾱν , βαίνω walk aor ind act 1st sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαίνετε — βαίνω walk pres imperat act 2nd pl βαίνω walk pres ind act 2nd pl βαίνω walk imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαίνῃ — βαίνω walk pres subj mp 2nd sg βαίνω walk pres ind mp 2nd sg βαίνω walk pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βάν — βαίνω walk aor part act neut nom/voc/acc sg βαίνω walk aor ind act 3rd pl (epic) βαίνω walk aor ind act 1st sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βῆσαν — βαίνω walk aor part act neut nom/voc/acc sg βαίνω walk aor ind act 3rd pl (homeric ionic) βαίνω walk aor ind act 3rd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βῆσον — βαίνω walk aor imperat act 2nd sg βαίνω walk fut part act masc voc sg βαίνω walk fut part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”